βοτανολογώ

βοτανολογώ
(ε) 1. αμετ.
1) собирать лекарственные растения; 2) заниматься ботаникой; 2. (α) μετ. βοτανίζω 1.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βοτανολογώ" в других словарях:

  • βοτανολογώ — ( άω) (Α βοτανολογῶ, έω) νεοελλ. βοτανίζω αρχ. μαζεύω ιαματικά βότανα …   Dictionary of Greek

  • βοτανολογώ — ησα 1. μτβ., μαζεύω βότανα. 2. αμτβ., ασχολούμαι με τη βοτανική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • γαμπρολογώ — Ι. 1. παντρεύω 2. αρραβωνιάζω II. γαμπρολογούμαι ή γιέμαι 1. γαμπρίζω* 2. θέλω να παντρευτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαμπρός + λογώ (πρβλ. βλαστολογώ, βοτανολογώ, γαριδολογώ, καβουρολογώ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»